ρομαντζάρω

ρομαντζάρω
ρομαντζάρω και ρομαντσάρω ρεμβάζω, ονειροπολώ: Κάθισαν σ' ένα μέρος και ρομάντζαραν.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ρομαντζάρω — και ρομαντσάρω και ρωμαντζάρω και ρωμαντσάρω Ν ρεμβάζω, ονειροπολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. romantzare (βλ. λ. ρομάντζα)] …   Dictionary of Greek

  • ρομαντσάρω — Ν βλ. ρομαντζάρω …   Dictionary of Greek

  • ρωμαντζάρω — και ρωμαντσάρω, Ν βλ. ρομαντζάρω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”